- κακοφημία
- η плохая репутация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοφημίᾳ — κακοφημίᾱͅ , κακοφημία qvil report fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφημία — η (Α κακοφημία) [κακόφημος] κακή φήμη, κακό όνομα … Dictionary of Greek
κακοφημία — η η κακή φήμη για κάτι, κακό όνομα, ανυποληψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοφημίας — κακοφημίᾱς , κακοφημία qvil report fem acc pl κακοφημίᾱς , κακοφημία qvil report fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφημίαν — κακοφημίᾱν , κακοφημία qvil report fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)